- πολυκτημοσύνη
- ἡ, Α [πολυκτήμων]το να έχει κάποιος πολλά κτήματα, να είναι πολύ πλούσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυκτημοσύνη — great wealth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκτημοσύνῃ — πολυκτημοσύνη great wealth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκτημοσύνην — πολυκτημοσύνη great wealth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκτημοσύνης — πολυκτημοσύνη great wealth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мъногосътѧженьѥ — МЪНОГОСЪТѦЖЕНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. То же, что мъногосътѧжаниѥ. Перен.: ˫Азва бо всѧчьскы ˫ако в будущии вѣкъ за искусны˫а бл҃га˫а намъ воси˫ають. за нищету б҃атьство. за малостѧженье многостѧженье нб(с)наго скровища. (ἡ πολυκτημοσύνη) ФСт XIV, 137б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πολυκτησία — ἡ, Α [πολύκτητος] η πολυκτημοσύνη … Dictionary of Greek